- κοντολυγίζω
- -ισα, κοντολυγισμένος, -η, -ο, και κοντολυγώ λυγίζω κάπως, γέρνω λίγο: Κοντολυγίζουν τα καλάμια απ' τον αέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοντολυγώ — άω και κοντολυγίζω 1. (αμτβ.) κάμπτομαι κάπως, λυγίζω, γέρνω λίγο 2. (μτβ.) κάμπτω κάτι λίγο, τό λυγίζω κάπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) + λυγώ] … Dictionary of Greek